Ομάδα Κοινωνικοποίησης


 Ομάδα κοινωνικοποίησης για άτομα με ψυχοκοινωνικές δυσκολίες


Η ομάδα κοινωνικοποίησης δημιουργήθηκε το 2015 με σκοπό να παρέχει υπηρεσίες κοινωνικοποίησης σε ενήλικες με ψυχοκοινωνικές δυσκολίες, οι οποίοι βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό εξαιτίας της ψυχικής νόσου, του στίγματος, της δυσκολίας ένταξης σε ομαδικά προγράμματα δραστηριοτήτων και της ανυπαρξίας άλλων εξατομικευμένων υπηρεσιών.

Αποτελείται από επαγγελματίες ψυχικής υγείας, μέλη του Επιστημονικού Σωματείου για την Ψυχική Υγεία και την Ψυχοκοινωνική Υποστήριξη ''Σύμπλευση'', με μακροχρόνια εμπειρία σε προγράμματα ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης καθώς και από άτομα που έχουν την εμπειρία της ψυχικής νόσου, επιθυμούν και είναι σε θέση να υποστηρίξουν άλλα άτομα.

Οι παρεμβάσεις κοινωνικοποίησης είναι εξατομικευμένες. Ξεκινούν από τον οικείο χώρο του σπιτιού του ενδιαφερόμενου και σταδιακά επεκτείνονται σε εξωτερικούς χώρους της πόλης. Η ομάδα κοινωνικοποίησης, μέσω της δημιουργίας σχέσεων εμπιστοσύνης και ισοτιμίας, στοχεύει στην κινητοποίηση και υποστήριξη του κάθε ενδιαφερόμενου, καθώς και στη συνοδεία του για αναζήτηση δραστηριοτήτων που έχουν νόημα για τον ίδιο. Επιπλέον, του δίνουν την ευκαιρία να ανακτήσει χαμένες, λόγω της κοινωνικής απόσυρσης, δεξιότητες και να κατακτήσει νέες. Οι δραστηριότητες αυτές εναρμονίζονται μαζί του. Άρα, το ίδιο το άτομο συμμετέχει με ενεργητικό τρόπο στην εξέλιξη της διαδικασίας κοινωνικοποίησης, αλλά και της ζωής του γενικότερα.


Επικοινωνία με την Ομάδα Κοινωνικοποίησης:
email: sympleysi.association@gmail.com
 



Δημιουργία και λειτουργία της ομάδας κοινωνικοποίησης 
για άτομα με ψυχοκοινωνικές δυσκολίες

Αναλυτική περιγραφή




Εισαγωγή

Είναι γνωστό ότι η μοναδική βοήθεια που λαμβάνει ένας σημαντικός αριθμός ατόμων με ψυχοκοινωνικές δυσκολίες είναι η (συνήθως μηνιαία) παρακολούθηση από ψυχίατρο, ο οποίος συστήνει και συνταγογραφεί και την φαρμακευτική αγωγή τους. Αυτό οφείλεται αφενός στα προβλήματα που σχετίζονται με τη φύση της ψυχικής νόσου και τον κοινωνικό στιγματισμό που τις συνοδεύει και αφετέρου στην έλλειψη εξατομικευμένων υπηρεσιών ή, ακόμα, και πληροφόρησης σχετικά με την ύπαρξη κατάλληλων προγραμμάτων και τη δυνατότητα συμμετοχής σε αυτά. Το αποτέλεσμα, για πολλούς ανθρώπους με ψυχοκοινωνικές δυσκολίες, είναι να ζουν αποκλεισμένοι όχι μόνο από θεραπευτικές, εκπαιδευτικές, ψυχαγωγικές κ.α. δραστηριότητες, αλλά και γενικότερα από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Φυσικά, ο αποκλεισμός από κάθε μορφή κοινωνικής ζωής και αλληλεπίδρασης με άλλους ανθρώπους μόνο επιζήμιος μπορεί να είναι για την ψυχική υγεία και των ιδίων αλλά και των οικείων τους προσώπων που αναπόφευκτα αναλαμβάνουν τη φροντίδα και την υποστήριξή τους, στο βαθμό που οι υποχρεώσεις τους και οι ψυχικές αντοχές τους τούς το επιτρέπουν.

Δυστυχώς, όλα αυτά τα προβλήματα γίνονται όλο και πιο έντονα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, αποκαλύπτοντας το σαθρό έδαφος στο οποίο οικοδομήθηκε η “ψυχιατρική μεταρρύθμιση”. Γιατί δεν είναι μόνο η (εμφανής πλέον) υποστελέχωση και υπολειτουργία των νέων υπηρεσιών, που δημιουργήθηκαν για να παρέχουν εξατομικευμένη φροντίδα και υποστήριξη στα άτομα με ψυχοκοινωνικές δυσκολίες, αλλά και η νοοτροπία που ποτέ δεν άλλαξε, γι αυτό και οι υπηρεσίες δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στις πραγματικές ανάγκες των ληπτών (αντίθετα οι λήπτες χρησιμοποιούνται ποικιλοτρόπως για να καλύψουν τις ανάγκες των υπηρεσιών).

Ένα ακόμα πρόβλημα είναι η δυσκολία ή, ακόμα, και η άρνηση των ατόμων που βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό, εξαιτίας της ψυχικής νόσου, του στίγματος και της ανυπαρξίας ή της ανεπάρκειας κατάλληλων υπηρεσιών, να εμπιστευτούν επαγγελματίες ψυχικής υγείας και να δεχτούν συστηματική βοήθεια και υποστήριξη. Σε αυτό συμβάλει και το μεγάλο κενό στο θεραπευτικό συνεχές που παρατηρείται τόσο στις αμιγώς ψυχιατρικές υπηρεσίες (έλλειψη τομεοποίησης, μη σταθερότητα θεραπευτικού πλαισίου, ψυχιάτρων και άλλων επαγγελματιών κτλ), όσο και στις υπηρεσίες που παρέχουν αποκαταστασιακό έργο (προγράμματα με ημερομηνία λήξης, κατάρτιση χωρίς σχεδιασμό για το μετά, κριτήρια που αποκλείουν συγκεκριμένες ομάδες κτλ).

Οι παραπάνω σκέψεις και διαπιστώσεις αποτέλεσαν τη βάση των συζητήσεων σε συναντήσεις που πραγματοποίησαν, τους πρώτους μήνες του 2015, μέλη του Επιστημονικού Σωματείου για την Ψυχική Υγεία και την Ψυχοκοινωνική Υποστήριξη “Σύμπλευση” και μέλη της Κίνησης Αδελφών Ατόμων με Προβλήματα Ψυχικής Υγείας (ΚΙΝΑΨΥ).

Το αποτέλεσμα των συναντήσεων ήταν η σκέψη της δημιουργίας μιας ευέλικτης υπηρεσίας που να έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζεται στις ανάγκες και ιδιαιτερότητες των ατόμων με ψυχοκοινωνικές δυσκολίες τα οποία, παρότι καλύπτονται ψυχιατρικά και φαρμακευτικά, δεν λαμβάνουν καμία άλλη βοήθεια ή υποστήριξη, με αποτέλεσμα να παραμένουν αποκλεισμένα στο σπίτι τους επί σειρά ετών, χωρίς σταθερές δραστηριότητες, χωρίς σταθερά “πρόσωπα αναφοράς” και, τελικά, χωρίς καμία προοπτική για βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους.


Σχεδιάζοντας μια υπηρεσία προσαρμοσμένη σε πραγματικές ανάγκες

Την επεξεργασία των ιδιαιτεροτήτων για το σχεδιασμό της νέας αυτής υπηρεσίας ανέλαβαν μέλη του Επιστημονικού Σωματείου “Σύμπλευση”, με σημαντική εμπειρία σε σχετικά προγράμματα και υπηρεσίες.

Από την αρχή φάνηκε η αναγκαιότητα να γίνεται η έναρξη κάθε παρέμβασης από το σπίτι του ατόμου που θα εξυπηρετείται. Με αυτό τον τρόπο: α) δίνεται η δυνατότητα για γνωριμία σε ένα οικείο για το άτομο περιβάλλον, β) δεν αποκλείεται η συμμετοχή ατόμων που για διάφορους λόγους αδυνατούν να μετακινηθούν εκτός ή μακριά από το σπίτι τους, γ) δεν υποχρεώνεται το άτομο, σε μια πρώτη φάση, να κινητοποιηθεί μόνο του για να παρευρεθεί σε ένα άγνωστο περιβάλλον, γεγονός που θα αύξανε τις πιθανότητες μη συμμετοχής, διακοπής της συνέχειας στη συνεργασία κτλ δ) δίνεται η δυνατότητα στην ομάδα που παρεμβαίνει να γνωρίσει καλύτερα το άτομο (καθημερινότητα, συνήθειες, περιβάλλον κτλ) και ε) επιτυγχάνεται η ενεργός συμμετοχή του ατόμου στη διαδικασία της “συνοδείας” του από τον οικείο και ασφαλή χώρο του σπιτιού σε ένα εξωτερικό περιβάλλον με διαφορετικά, και πιθανώς αγχογόνα ερεθίσματα, καθώς τα “βήματα” προς την κοινωνικοποίηση συναποφασίζονται, με σεβασμό στους χρόνους και τις επιθυμίες του, σηματοδοτώντας και στο ίδιο το άτομο την εξέλιξή του.

Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο, που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη, είναι η δυσκολία ή και η άρνηση του ατόμου να δεχθεί και να συνεργαστεί με μια ομάδα επαγγελματιών ψυχικής υγείας. Γι αυτό το λόγο προτάθηκε η συμμετοχή στο εγχείρημα ατόμων που έχουν αντιμετωπίσει οι ίδιοι ψυχιατρικά προβλήματα (άτομα με ψυχιατρική εμπειρία) και παρόλα αυτά έχουν καταφέρει να έχουν μια φυσιολογική κοινωνική ζωή και παράλληλα επιθυμούν -και είναι σε θέση- να υποστηρίξουν άλλα άτομα. Η επεξεργασία αυτής της προοπτικής οδήγησε στη σκέψη ότι τα οφέλη μιας τέτοιας συνεργασίας θα μπορούσαν να είναι πολλαπλά για όλες τις πλευρές: α) για τα εξυπηρετούμενα άτομα, να συνδεθούν με ένα πρόσωπο που έχει αντιμετωπίσει παρόμοια προβλήματα, να εμπιστευτούν, να ταυτιστούν, να μοιραστούν σκέψεις και προβληματισμούς, να αξιοποιήσουν γνώσεις και εμπειρίες από προγράμματα και υπηρεσίες που έχουν ήδη δοκιμαστεί, β) για τα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία, να δουν από άλλη θέση προβλήματα που τους έχουν απασχολήσει, να προσφέρουν την εμπειρία τους για να βοηθήσουν άλλους ανθρώπους, να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους και γ) για τους επαγγελματίες, να προσφέρουν εξατομικευμένη υποστήριξη μέσα από ένα ευέλικτο μοντέλο που θα τους δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο να αφουγκράζονται τις ανάγκες και τις επιθυμίες των ατόμων που εξυπηρετούν αλλά και να προσαρμόζονται σε αυτές και παράλληλα να εκπαιδεύουν και να στηρίζουν τα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία ώστε να έχουν ενεργό και υποστηρικτικό ρόλο στη διαδικασία.

Επειδή η υπηρεσία θα είχε ως σκοπό να συμπληρώσει το κενό που υπάρχει, κυρίως στο κομμάτι της κοινωνικοποίησης του ατόμου, και όχι να αντικαταστήσει -ή, πιθανώς, να διαταράξει- την απαραίτητη τακτική ψυχιατρική παρακολούθηση, ή/και οποιουδήποτε τύπου θεραπευτική παρέμβαση, κρίθηκε σημαντικό να διαχωριστεί ο ρόλος της από τις ψυχιατρικές υπηρεσίες και να είναι σαφές και οριοθετημένο το πεδίο που θα καλύπτει.

Συνοψίζοντας, η νέα υπηρεσία, η οποία θα στελεχώνεται από “μικτή ομάδα” επαγγελματιών και ατόμων με ψυχιατρική εμπειρία, θα είναι σε θέση να αναλαμβάνει την κινητοποίηση και υποστήριξη ατόμων με ψυχοκοινωνικές δυσκολίες που βρίσκονται αποκλεισμένα από το κοινωνικό περιβάλλον, με σκοπό την κοινωνικοποίησή τους. Βασική προϋπόθεση είναι να επιθυμεί το ίδιο το άτομο τη συνεργασία και να μην παρουσιάζει ενεργό ψυχοπαθολογία που θα εμπόδιζε με οποιοδήποτε τρόπο τη συμμετοχή του ή θα έβαζε σε κίνδυνο την σωματική ακεραιότητα του ίδιου ή τρίτων.

Η παρέμβαση προτάθηκε να αρχίζει με μια πρώτη επίσκεψη γνωριμίας στο σπίτι του ατόμου, από δυο μέλη της “μικτής ομάδας”, κατά την οποία θα κρίνεται και θα συναποφασίζεται το αρχικό πλαίσιο συνεργασίας (τακτικότητα συναντήσεων, οικονομική συμμετοχή κτλ). Η πορεία της συνεργασίας θα εξαρτάται, θα ορίζεται και θα επαναορίζεται από τις, ούτως ή άλλως, μεταβαλλόμενες ανάγκες και επιθυμίες του ατόμου, καθώς και από την εξέλιξή του, μέσα σε μια επίσης μεταβαλλόμενη εξωτερική πραγματικότητα.     

Παράλληλα, η συνέπεια και η σταθερότητα των συναντήσεων (τακτικά ραντεβού με σταθερά πρόσωπα σε συγκεκριμένη μέρα και ώρα) θα αποτελούν βασική προϋπόθεση για να δημιουργηθεί ο “χώρος” που θα επιτρέψει τη δημιουργία σχέσεων αμοιβαίας αποδοχής και εμπιστοσύνης, τη σταθερή βάση δηλαδή που απαιτείται για τη συνοδεία του ατόμου προς την εξέλιξη και την περαιτέρω αυτονόμησή του.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι θεωρούμε το κάθε άτομο μοναδικό και αυτοδιάθετο και συνεπώς η κάθε παρέμβαση θα στοχεύει στο να δημιουργούνται κοινωνικοί δεσμοί με σεβασμό στις ιδιαίτερες λειτουργίες του κάθε ατόμου, οι οποίες έχουν διαμορφωθεί μέσα από την προσωπική του ιστορία. Το θεμελιακό της μικτής ομάδας δεν είναι η ερμηνεία του ψυχοκοινωνικού αιτίου, αλλά ο κοινωνικός δεσμός ως απάντηση.


Η μικτή ομάδα κοινωνικοποίησης: Από τη θεωρία στην πράξη

Μετά από την επεξεργασία του σχεδιασμού της νέας αυτής υπηρεσίας, κρίναμε απαραίτητη την πιλοτική λειτουργία μιας μικτής ομάδας κοινωνικοποίησης. Τη μικτή ομάδα κοινωνικοποίησης αποτέλεσαν πέντε άτομα (τρεις επαγγελματίες ψυχικής υγείας και δυο άτομα με ψυχιατρική εμπειρία), τα οποία ανέλαβαν την υποστήριξη τριών ατόμων με ψυχοκοινωνικές δυσκολίες που προτάθηκαν από την ΚΙΝΑΨΥ. Η διάρκεια της πιλοτικής λειτουργίας ορίστηκε στους τρεις μήνες (Μάίος-Ιούλιος 2015) και η συμμετοχή όλων των μελών θα γινόταν σε εθελοντική βάση.

Συνοπτικά, οι λόγοι που κρίθηκε αναγκαία η πιλοτική λειτουργία της μικτής ομάδας, ήταν οι εξής: α) η υποστήριξη από μια μικτή ομάδα είναι κάτι καινούργιο και δεν έχει δοκιμαστεί, από όσο γνωρίζουμε, τουλάχιστον στη χώρα μας, β) η εμπλοκή ανθρώπων με ψυχιατρική εμπειρία σε ένα τέτοιο εγχείρημα θα έπρεπε και να εκτιμηθεί αλλά και να ληφθεί υπόψη η δική τους άποψη, κάτι το οποίο θα μπορούσε να γίνει μόνο εφόσον θα είχαν μια σχετική εμπειρία, γ) η επιθυμία μας ήταν ο σχεδιασμός μιας υπηρεσίας που να ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες, συνεπώς η γνώμη των εξυπηρετούμενων ατόμων και των οικογενειών τους είχε ιδιαίτερη βαρύτητα και δ) περνώντας από τη θεωρία στην πράξη, θα μπορούσαμε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του τρόπου λειτουργίας της ομάδας, να μελετήσουμε επί μέρους θέματα σχετικά με την υπηρεσία (μορφή, κόστος κτλ) και να κάνουμε τροποποιήσεις ή και προσθήκες στο σχήμα που είχαμε αρχικά σχεδιάσει.

Η βασική αρχή της μικτής ομάδας ήταν να λειτουργεί με οριζόντια ιεραρχία και να λαμβάνονται οι αποφάσεις από κοινού, μέσα από το διάλογο και την επεξεργασία των θεμάτων που έρχονται στην ομάδα. Η ισοτιμία, η αλληλοαποδοχή και η εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών της ομάδας, θεωρήσαμε ότι είναι βασικές προϋποθέσεις τόσο για να συνεργαστούμε μεταξύ μας όσο και να παρέχουμε υπηρεσίες, με τις ίδιες αρχές και συνθήκες, στα άτομα που θα υποστηρίζαμε. Επίσης, αποφασίσαμε να μοιράζονται σε ίσα μέρη τα οποιαδήποτε έξοδα, όπως και η οποιαδήποτε αμοιβή θα λαμβάναμε στο μέλλον.

Κατά την τρίμηνη διάρκεια του πιλοτικού προγράμματος, δυο άτομα της ομάδας (ένας επαγγελματίας και ένα άτομο με ψυχιατρική εμπειρία) πραγματοποιούσαν εβδομαδιαίες συναντήσεις (σε σταθερή μέρα και ώρα) με το εξυπηρετούμενο άτομο, των οποίων η διάρκεια ήταν από μια έως μιάμιση ώρα, ανάλογα με τη δραστηριότητα και τον τόπο (σπίτι ή εκτός), με το άτομο που υποστήριζαν.

Παράλληλα, τα μέλη της μικτής ομάδας είχαν μια εβδομαδιαία συνάντηση μεταξύ τους, κατά την οποία είχαν την ευκαιρία να αλληλοενημερώνονται για την πορεία των παρεμβάσεων και να ανταλλάσσουν απόψεις, προβληματισμούς, επιθυμίες, περιορισμούς, τόσο για τη λειτουργία της ομάδας, όσο και για τη λειτουργία του πλαισίου κοινωνικοποίησης για τον κάθε εξυπηρετούμενο. Η κοινή αυτή συνάντηση λειτούργησε με πρότυπα κλειστής ομάδας, εποπτικού χαρακτήρα, η οποία αποτέλεσε και το χώρο επεξεργασίας των συναισθημάτων που βιώνονταν από τα μέλη κατά τη διάρκεια των παρεμβάσεων.

Στόχος της ομάδας, λόγω της σχετικά μικρής διάρκειας της πιλοτικής λειτουργίας της, ήταν η προσπάθεια για δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για επικοινωνία, αλληλεπίδραση και εμπιστοσύνη με τα άτομα που υποστηρίζαμε, κινούμενοι σε γνωστά (για τα άτομα) μονοπάτια και χωρίς να επιχειρήσουμε “μεγάλα ανοίγματα”, όπως να εισάγουμε πολλά ερεθίσματα ή νέες δραστηριότητες, που πιθανώς θα διατάρασσαν τα άτομα ή θα τους δημιουργούσαν προσδοκίες στις οποίες δεν θα μπορούσαμε να ανταποκριθούμε στο σύντομο διάστημα που είχαμε στη διάθεσή μας.

Γνωρίζουμε ότι η κινητοποίηση ενός ατόμου με χρόνιες ψυχοκοινωνικές δυσκολίες που βρίσκεται αποκλεισμένο στο σπίτι του για πολλά έτη, χωρίς να διατηρεί κοινωνικές επαφές και έχοντας μια στατική καθημερινότητα, δεν είναι ούτε εύκολη ούτε σύντομη διαδικασία. Επομένως δεν αναμέναμε να δούμε θεαματικά αποτελέσματα μέσα σε μια τρίμηνη παρέμβαση. Αυτό που θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε, ως προς την αποτελεσματικότητα της κάθε παρέμβασης, ήταν η αρχική αποδοχή μας από το ενδιαφερόμενο άτομο, η επιθυμία και η συνέπεια για τη συνέχιση της επαφής μας και η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης που θα επέτρεπε στο άτομο να εκφράσει συναισθήματα, σκέψεις, επιθυμίες.

Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι αξιολογήσαμε θετικά τα αποτελέσματα των παρεμβάσεών μας, αφού σε όλες τις περιπτώσεις δημιουργήθηκαν σχέσεις που εμπεριείχαν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν και οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν το έδαφος για συνέχεια της συνεργασίας με στόχο την περαιτέρω κοινωνικοποίηση.


Προτάσεις για βελτίωση

Κατά τη διάρκεια της πιλοτικής λειτουργίας της μικτής ομάδας και της επεξεργασίας των θεμάτων που έρχονταν για συζήτηση στις συναντήσεις, αναδύθηκαν προβληματισμοί που σχετίζονταν α) με την δημιουργία δραστηριότητας που να απαντά στις ανάγκες ατόμων που βρίσκονται σε πιο υψηλό επίπεδο σε σχέση με την κοινωνικοποίησή τους και β) με τις ανάγκες των οικογενειών που φροντίζουν τα άτομα που λαμβάνουν τις υπηρεσίες μας.

1. Ανοιχτή ομάδα κοινωνικοποίησης (ψυχαγωγικές, εκπαιδευτικές, πολιτιστικές δραστηριότητες)

Η δραστηριότητα αυτή απευθύνεται σε άτομα που αφενός επιθυμούν να συμμετέχουν και αφετέρου έχουν ήδη κατακτήσει τις κοινωνικές δεξιότητες που τους επιτρέπουν να μετακινούνται και να συναλλάσσονται με τους άλλους αυτόνομα, αλλά παρόλα αυτά δεν υπάρχει το κατάλληλο γι αυτούς πλαίσιο που να επιτρέπει και να ενισχύει την κοινωνικοποίησή τους. Μπορεί να θεωρηθεί και ως ένα δεύτερο βήμα της δουλειάς που έχει προηγηθεί από τη μικτή ομάδα κοινωνικοποίησης, όταν το επιτρέψει η εξέλιξη των ατόμων που υποστηρίζονται ατομικά.

Σκοπός της δραστηριότητας είναι και να κατακτηθούν νέες αλλά και να επανακτηθούν ξεχασμένες κοινωνικές δεξιότητες του ατόμου, οι οποίες “χάθηκαν” λόγω μακροχρόνιας απόσυρσης και παθητικότητας, φόβου, ανασφάλειας κτλ, δηλαδή, να ξαναθυμηθεί ο ενδιαφερόμενος τον εαυτό του εντός του κοινωνικού δεσμού.

Οι συναντήσεις, τις οποίες σκεφτόμαστε ως ένα φάρο κοινωνικοποίησης, θα γίνονται ανά 15νθήμερο σε εξωτερικούς χώρους της πόλης, όπως καφέ, μουσεία, εκθέσεις, πάρκα, που θα έχουν συναποφασιστεί από όλους τους συμμετέχοντες και θα έχουν νόημα για τους ίδιους.

Οι συναντήσεις αυτές θα δίνουν τη δυνατότητα στον κάθε ενδιαφερόμενο να έρθει σε επαφή με συνανθρώπους του, που αντιμετωπίζουν κοινά προβλήματα. Ο καθένας θα έχει την ευκαιρία να μιλήσει, να ακούσει, να ψυχαγωγηθεί, να γνωρίσει, να ονειρευθεί, να ανακαλύψει και να εκφράσει την επιθυμία του για το τι του αρέσει και για το τι μπορεί να αντέξει. Ουσιαστικά, η δραστηριότητα αυτή ξαναθυμίζει στον ενδιαφερόμενο τη διάδραση με τον συνάνθρωπο, την ανταλλαγή απόψεων, την ατομική επιλογή , το προσωπικό γούστο, την επιθυμία για τον τρόπο μοιράσματος συναισθημάτων σε χρόνους και τόπους ψυχαγωγίας και κοινωνικού δεσμού.

2. Ομάδα υποστήριξης οικογενειών-συγγενών ατόμων με ψυχοκοινωνικές δυσκολίες

Είναι γνωστό, ότι οι οικογένειες/συγγενείς των ατόμων με ψυχοκοινωνικές δυσκολίες δεν επιβαρύνονται μόνο από τις πρακτικές απαιτήσεις της καθημερινότητας που σχετίζονται με τη φροντίδα τους, αλλά και από ένα μεγάλο συναισθηματικό φορτίο που επηρεάζει τόσο την προσωπική όσο και την κοινωνική τους ζωή.

Σε ένα μεγάλο βαθμό το συναισθηματικό φορτίο σχετίζεται με τις ενοχές που δημιουργούνται από την αντικειμενική δυσκολία να υποστηρίξουν σε κάθε έκφανση της ζωής του το συγγενή τους που νοσεί. Η ήδη απαιτητική καθημερινότητά τους επιβαρύνεται από τη συναισθηματική τους εμπλοκή στο πρόβλημα του δικού τους ανθρώπου, αναβάλλουν προσωπικές τους επιθυμίες και σχέδια για τη ζωή, δημιουργούν άθελά τους, από την λαχτάρα τους να βοηθήσουν, μια κριτική συμπεριφορά απέναντι στον ίδιο αλλά και στους ανθρώπους που αποτελούν το ευρύτερο υποστηρικτικό ψυχοκοινωνικά πλαίσιο, με αποτέλεσμα να βιώνουν πότε συναισθήματα απομάκρυνσης και πότε συναισθήματα μαζικής ταύτισης με το άτομο που υποφέρει.  Η σύγκρουση ανάμεσα στην προσωπική ηθική του “βοηθάω τον άλλον με απόλυτο τρόπο” και του “δε μπορώ να προσφέρω τα πάντα”, ενισχύει τα συναισθήματα ανημπόριας και μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική εξάντληση και απόσυρση. 

Η κατανόηση και επεξεργασία δύσκολων συναισθημάτων, όπως τα παραπάνω, μπορούν να διευκολύνουν την αναγνώριση και την παραδοχή των ορίων, των αντοχών και των πραγματικών αναγκών, καθώς και να λειτουργήσουν ανακουφιστικά, ενίοτε και λυτρωτικά, και, τελικά, να βελτιώσουν τη μεταξύ τους σχέση και την ποιότητα της ζωής τους.

Με βάση τα παραπάνω, προτείνουμε τη δημιουργία ομάδας υποστήριξης οικογενειών-συγγενών η οποία θα λειτουργεί σε 15νθήμερη βάση (σε σταθερή μέρα και ώρα), η οποία θα συντονίζεται από δυο επαγγελματίες ψυχικής υγείας, με ανάλογη εμπειρία.